- ερειπιώ
- (AM ἐρειπιῶ -όω) [ερείπιος]κάνω κάτι ερείπιο, ερειπώνω, καταστρέφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρειπίῳ — ἐρείπιον fallen ruin neut dat sg ἐρείπιος falling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερειπίωσις — ἐρειπίωσις, ἡ (Μ) [ερειπιώ] η μεταβολή σε ερείπια, η πτώση … Dictionary of Greek